- μπαρμπούνι
- τοζωολ. γενική κοινή ονομασία εύγευστων ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. barbon < barba «γένι» επειδή αυτό το ψάρι έχει στο άνω χείλος τέσσερα νημάτια που μοιάζουν με μουστάκια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαρμπούνι — το ιού (λ. βενετ.), είδος μικρού ψαριού με κόκκινο χρώμα, η τρίγλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρμπούνι ή μούλλος — (mullus surmuletus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μουλιδών, της τάξης των περκόμορφων. Το μ., περιζήτητο από τα αρχαία χρόνια για την εύγευστη σάρκα του, έχει μέσο μήκος 30 περίπου εκ. και είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του… … Dictionary of Greek
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek
κουτσομούρα — Κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Mullus barbatus της οικογένειας των μουλιδών ή μυλιδών. Πρόκειται για είδος μπαρμπουνιού, με σώμα πλευρικά πεπιεσμένο, μήκους έως 30 εκ., και κοντό κεφάλι, το οποίο φέρει ένα ζευγάρι μακριών μυστάκων κάτω από … Dictionary of Greek
μούλλος — (I) ο ζωολ. επιστημονική ονομασία τού γένους ψαριών στο οποίο ανήκουν τα είδη τού μπαρμπουνιού. (II) ο ζωολ. άλλη κοινή ονομασία για το μπαρμπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mullus «μπαρμπούνι»] … Dictionary of Greek
μουγίλος — ο ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους περκόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας mugilidae στο οποίο ανήκουν γνωστά είδη, με εμπορική σημασία, μεταξύ τών οποίων ο κέφαλος, το μυξινάρι κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mugil <… … Dictionary of Greek
μουγιλίδες — (mugilidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών, της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που περιλαμβάνει περίπου 17 γένη και 80 είδη. Ολόκληρο το σώμα τους, που έχει σχήμα ατράκτου, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1 μ. και καλύπτεται από μεγάλα στρογγυλά… … Dictionary of Greek
μπαρμπουνάκι — το μικρό μπαρμπούνι … Dictionary of Greek
μπαρμπουνάρα — η 1. μεγάλο μπαρμπούνι 2. μτφ. εύσωμη και ωραία γυναίκα … Dictionary of Greek
τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… … Dictionary of Greek